ΦάρμακαΟι ατελέσφορες θεραπείες είναι πιθανότερο να διαδοθούν σε σχέση με τις αποτελεσματικές, υπό ορισμένες συνθήκες, υποστηρίζουν αυστραλιανοί ερευνητές.

 

ΦάρμακαΟι ατελέσφορες θεραπείες είναι πιθανότερο να διαδοθούν σε σχέση με τις αποτελεσματικές, υπό ορισμένες συνθήκες, υποστηρίζουν αυστραλιανοί ερευνητές. Ο Δρ. Mark Tanaka και συνάδελφοι του παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους στην επιστημονική επιθεώρηση PLoS One. «Διαπιστώνουμε πως οι θεραπείες που διαδίδονται δεν είναι απαραιτήτως εκείνες που είναι οι πιό αποτελεσματικές στη θεραπεία της ασθένειας», αναφέρουν οι ερευνητές. Ακόμη και όπου υπάρχουν πολλά στοιχεία διαθέσιμα για τις θεραπείες, οι άνθρωποι δεν είναι απαραιτήτως ικανοί να έχουν πρόσβαση σε αυτά άμεσα. «Αντί να αναρωτιόμαστε εάν οι ιδιαίτερες θεραπείες λειτουργούσαν ή όχι, ενδιαφερθήκαμε να ρωτήσουμε υπό ποιους όρους οποιαδήποτε θεραπεία θα μπορούσε να διαδοθεί σ’ έναν πληθυσμό», αναφέρει ο Δρ. Tanaka.

Η ερευνητική ομάδα του Δρ. Tanaka χρησιμοποίησε το μαθηματικό μοντέλο γνωστό ως «κοινωνική εκμάθηση», όπου οι άνθρωποι βλέπουν άλλους να χρησιμοποιούν μία θεραπεία και τους αντιγράφουν, όπως συμβαίνει στο ζωικό κόσμο. «Εάν παρατηρήσετε τους πληθυσμούς των χιμπαντζήδων, συχνά ο ένας αντιγράφοντας τον άλλον ανακαλύπτει νέους τρόπους για το πώς γίνονται τα πράγματα, όπως η κατανάλωση των τραχιών φύλλων που τους βοηθούν να ξεφορτώνονται τα παράσιτα στο έντερό τους» λέει ο Δρ. Tanaka. Και καταλήγει πως «η διάδοση των καλών θεραπειών έναντι των κακών εξαρτάται από δύο αντιτιθέμενες δυνάμεις. Αφ' ενός οι άνθρωποι μπορούν να εγκαταλείψουν μια θεραπεία που δεν φαίνεται να δουλεύει και να εμποδίσουν της διάδοσή της. Αφ΄ετέρου μπορούν να εμμένουν στη χρησιμοποίησή της με την ελπίδα πως θα λειτουργήσει, καθώς όσο περισσότεροι άνθρωποι τη χρησιμοποιήσουν τόσο αυξάνει το ενδεχόμενο να είναι αποτελεσματική. Οι άνθρωποι που εμμένουν στη χρησιμοποίηση των κακών θεραπειών, ίσως επειδή έχουν επενδύσει πολύ σε αυτές, ευνοούν τη διάδοσή τους. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι ατελέσφορες λαϊκές ή συμπληρωματικές θεραπείες συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται. Αν και αυτό μπορεί να ισχύσει για τις σύγχρονες δυτικές θεραπείες επίσης».

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Alexandra Barratt στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ που έχει μελετήσει την εργασία του Δρ. Tanaka αναφέρει πως «υπάρχουν τόσα πολλά παραδείγματα όπου η αποτελεσματική θεραπεία μίας ασθένειας χρειάστηκε 20 ή 25 χρόνια προτού εφαρμοστεί στην ευρεία πρακτική, κι επομένως φαίνεται πως υπάρχουν παράγοντες τους οποίους δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Ίσως αυτή η εργασία είναι ένα μικρό βήμα στην κατεύθυνση της προσπάθειας να γίνει κατανοητή αυτή η διαδικασία που επηρεάζει την εξάπλωση μίας θεραπείας», καταλήγει. Η Δρ. Barratt υποστηρίζει ότι η εργασία παρουσιάζει μια σειρά υποκειμενικών παραγόντων που επηρεάζουν τις μεμονωμένες κρίσεις για το εάν μια θεραπεία λειτουργεί ή όχι.

Και συνεχίζει: «όμως η ιστορία έχει δείξει ότι τα άτομα δεν είναι σε θέση να κρίνουν εάν μια θεραπεία λειτουργεί ή όχι. Παράδειγμα αποτελεί ένα φάρμακο για την καρδιά που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '80. Υπήρξε μια πραγματικά καλή βιολογική λογική για τη χρησιμοποίηση του, αλλά οι νοσοκομειακοί γιατροί που συνταγογραφούν, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να δουν ότι σκότωναν τους ανθρώπους με αυτά τα φάρμακα. Μέχρι που έκαναν μια μεγάλη τυχαία ελεγχόμενη δοκιμή όπου ήταν πραγματικά προφανές ότι τα φάρμακα έκαναν περισσότερη ζημιά από ότι οι ίδιο φαντάζονταν».